σπιλώ

σπιλώ
-όω, ΜΑ
βλ. σπιλώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σπιλῶ — σπιλόω stain pres subj act 1st sg σπιλόω stain pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπίλῳ — σπίλον strings of gut neut dat sg σπίλος rock masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπίλωι — σπίλῳ , σπίλον strings of gut neut dat sg σπίλῳ , σπίλος rock masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπιλώνω — σπιλῶ, όω, ΝΜΑ [σπίλος (Ι)] μτφ. κηλιδώνω, λερώνω ηθικά, ατιμάζω (α. «σπιλώνει την τιμή τής οικογένειάς της με τη συμπεριφορά της» β. «ἡ γλῶσσα... ἡ σπιλοῡσα ὅλον τὸ σῶμα», ΚΔ) αρχ. 1. προξενώ κηλίδες, λερώνω («εἶδος σπιλωθὲν χρώμασι… …   Dictionary of Greek

  • ασπίλωτος — ἀσπίλωτος, ον (AM) ο άσπιλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σπιλωτός < σπιλώ ( όω) «κηλιδώνω, λερώνω, μολύνω»] …   Dictionary of Greek

  • περισπιλώ — όω, Α (πιθ. γρφ.) προκαλώ σημάδια με εγκαυστήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σπιλῶ «κηλιδώνω, στίζω, σημειώνω»] …   Dictionary of Greek

  • σπίλωμα — το, ΝΑ [σπιλῶ, ώνω] ηθικό στίγμα, καταισχύνη …   Dictionary of Greek

  • σπιλωτός — ή, ό / σπιλωτός, ή, όν, ΝΑ [σπιλῶ, ώνω] αυτός που έχει κηλίδες, στίγματα …   Dictionary of Greek

  • συσπιλώ — όω, Α μολύνω, μιαίνω ολωσδιόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σπιλῶ «κηλιδώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”